κατακεραστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_10)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακεραστικός Medium diacritics: κατακεραστικός Low diacritics: κατακεραστικός Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katakerastikós Transliteration B: katakerastikos Transliteration C: katakerastikos Beta Code: katakerastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A demulcent, restoring normal κρᾶσις, Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων Gp.12.19.8.

German (Pape)

[Seite 1352] ή, όν, zum Mischen, Temperiren geschickt, φάρμακα Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κατακεραστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.

Greek Monolingual

κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) κατακεράννυμι
κατάλληλος για μίξη.