κατακολούω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_23)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακολούω''': κατακολοβώνω, [[περικόπτω]], Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, [[ὥσπερ]] τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, [[Πολυδ]]. Η΄, 154.
|lstext='''κατακολούω''': κατακολοβώνω, [[περικόπτω]], Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, [[ὥσπερ]] τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, [[Πολυδ]]. Η΄, 154.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακολούω]] (Α)<br />[[περικόπτω]], [[διακόπτω]] («κατακολούειν τον λόγον», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κολούω]] «[[κόβω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολούω Medium diacritics: κατακολούω Low diacritics: κατακολούω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΩ
Transliteration A: katakoloúō Transliteration B: katakolouō Transliteration C: katakoloyo Beta Code: katakolou/w

English (LSJ)

   A cut short, Poll.8.154.

German (Pape)

[Seite 1355] verstärktes simplex, LXX; die Rede abbrechen, Poll. 8, 154.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολούω: κατακολοβώνω, περικόπτω, Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, ὥσπερ τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, Πολυδ. Η΄, 154.

Greek Monolingual

κατακολούω (Α)
περικόπτω, διακόπτω («κατακολούειν τον λόγον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κολούω «κόβω»].