κατάκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκαρπος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[κλάδος]] κ. Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 495F·- κ. [[ἐλαία]], ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει καὶ [[πλούσιος]]. - Ἐπίρρ. -πως, ἀφθόνως, πλουσίως, Ἑβδ. (Ὡσ. ΙΔ΄, 7).
|lstext='''κατάκαρπος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[κλάδος]] κ. Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 495F·- κ. [[ἐλαία]], ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει καὶ [[πλούσιος]]. - Ἐπίρρ. -πως, ἀφθόνως, πλουσίως, Ἑβδ. (Ὡσ. ΙΔ΄, 7).
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκαρπος]], -ον (AM)<br />[[γεμάτος]] καρπούς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακάρπως</i><br />άφθονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καρπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έγ</i>-<i>καρπος</i>, <i>επί</i>-<i>καρπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκαρπος Medium diacritics: κατάκαρπος Low diacritics: κατάκαρπος Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: katákarpos Transliteration B: katakarpos Transliteration C: katakarpos Beta Code: kata/karpos

English (LSJ)

ον,

   A fruitful, Aristodem. ap. Ath.11.495f, LXXHo.14.7. Adv. -πως abundantly, κ. κατοικηθήσεται Ἱερουσαλήμ ib.Za.2.4(8).

German (Pape)

[Seite 1352] mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκαρπος: -ον, καρποφόρος, κλάδος κ. Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 495F·- κ. ἐλαία, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει καὶ πλούσιος. - Ἐπίρρ. -πως, ἀφθόνως, πλουσίως, Ἑβδ. (Ὡσ. ΙΔ΄, 7).

Greek Monolingual

κατάκαρπος, -ον (AM)
γεμάτος καρπούς.
επίρρ...
κατακάρπως
άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρπος (< καρπός), πρβλ. έγ-καρπος, επί-καρπος].