κατακηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> annoncer <i>ou</i> ordonner par la voix du héraut, acc.;<br /><b>2</b> adjuger devant un tribunal : [[τι]] [[εἴς]] τινα qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηρύσσω]].
|btext=<b>1</b> annoncer <i>ou</i> ordonner par la voix du héraut, acc.;<br /><b>2</b> adjuger devant un tribunal : [[τι]] [[εἴς]] τινα qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηρύσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακηρύσσω]] και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)<br /><b>1.</b> [[προστάζω]] με [[δημόσιο]] κήρυκα<br /><b>2.</b> (σε [[δημοπρασία]]) [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακηρύσσομαι</i><br />καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο.
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηρύσσω Medium diacritics: κατακηρύσσω Low diacritics: κατακηρύσσω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: katakērýssō Transliteration B: katakēryssō Transliteration C: katakirysso Beta Code: katakhru/ssw

English (LSJ)

Att. κατακηρύττω,

   A proclaim or command by public crier, σιωπήν IG12(7).237.36 (Amorgos); σιγήν v.l. in X.An.2.2.20:— Pass., to be promulgated, Plb.22.4.6.    2 Pass. also, to be summoned by crier, Poll.8.61.    II at auction, κ. τι εἴς τινα order it to be knocked down to one, Plu.Comp.Lys.Sull.3.

German (Pape)

[Seite 1352] durch den Herold verkündigen, ausrufen lassen, befehlen; σιγήν Xen. An. 2, 2, 20; κατακηρυχθῆναι τὰς κρίσεις Pol. 23, 2, 6; vor Gericht laden, Poll. 8, 61; – τὶ εἴς τινα, in einer Versteigerung Jem. zuschlagen lassen, Plut. Sull. 3.

Greek (Liddell-Scott)

κατακηρύσσω: Ἀττ. -ττω: -προκηρύττω ἢ ἐπιτάττω διὰ δημοσίου κήρυκος, σιγὴν Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20· ὅπερ καὶ κατακελεῦσαι λέγεται, Πολυδ. Δ΄, 91, 93. -Παθ., Πολύβ. 23. 2, 6. 2) Παθ. ὡσαύτως, καλοῦμαι διὰ κήρυκος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Πολυδ. Η΄, 61. ΙΙ. ἐν δημοπρασίᾳ, κ. τι εἴς τινα, «κατακυρώνω», κηρύττω τὴν λῆξιν τῆς δημοπρσίας ἀποδίδων τὸ πωλούμενον εἰς τὸν πλείονα πρεσενεγκόντα, Πλουτ. Σύγκρ., Λυσ. καὶ Σύλλ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer ou ordonner par la voix du héraut, acc.;
2 adjuger devant un tribunal : τι εἴς τινα qch à qqn.
Étymologie: κατά, κηρύσσω.

Greek Monolingual

κατακηρύσσω και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)
1. προστάζω με δημόσιο κήρυκα
2. (σε δημοπρασία) κατακυρώνω κάτι σε κάποιον
3. παθ. κατακηρύσσομαι
καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο.