καταλαβή: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
(6_9) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλᾰβή''': ἡ, [[κατάληψις]], [[ἀντίληψις]], τὸ ἐννοεῖν, Πλάτ. Ὅροι 412C. | |lstext='''καταλᾰβή''': ἡ, [[κατάληψις]], [[ἀντίληψις]], τὸ ἐννοεῖν, Πλάτ. Ὅροι 412C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταλαβή]], ἡ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br />η [[αντίληψη]], η [[σύλληψη]] μιας έννοιας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A grasping, comprehension, Pl.Def.412c.
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, das Eingreifen, Plat. Defin. 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰβή: ἡ, κατάληψις, ἀντίληψις, τὸ ἐννοεῖν, Πλάτ. Ὅροι 412C.
Greek Monolingual
καταλαβή, ἡ (Α) καταλαμβάνω
η αντίληψη, η σύλληψη μιας έννοιας.