κατάντλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_1)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάντλημα''': (καὶ [[ἐπάντλημα]]), τό, [[πλύσιμον]], διὰ θερμοῦ [[μάλιστα]] ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· [[κατάντλημα]] ποδάγρας ἄριστον τὸ [[ἀφέψημα]] τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.
|lstext='''κατάντλημα''': (καὶ [[ἐπάντλημα]]), τό, [[πλύσιμον]], διὰ θερμοῦ [[μάλιστα]] ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· [[κατάντλημα]] ποδάγρας ἄριστον τὸ [[ἀφέψημα]] τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάντλημα]], τὸ (Α) [[καταντλώ]]<br /><b>1.</b> [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> θερμό [[επίθεμα]], [[κομπρέσα]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντλημα Medium diacritics: κατάντλημα Low diacritics: κατάντλημα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΛΗΜΑ
Transliteration A: katántlēma Transliteration B: katantlēma Transliteration C: katantlima Beta Code: kata/ntlhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A douche, Dsc.1.104.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντλημα: (καὶ ἐπάντλημα), τό, πλύσιμον, διὰ θερμοῦ μάλιστα ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· κατάντλημα ποδάγρας ἄριστον τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.

Greek Monolingual

κατάντλημα, τὸ (Α) καταντλώ
1. λουτρό
2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα.