κατάρβυλος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(6_15) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάρβῠλος''': -ον, ([[ἀρβύλη]]), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων [[μέχρι]] τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), [[ποδήρης]], [[χλαῖνα]] Σοφ. Ἀποσπ. 559˙ «[[ὥστε]] καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ [[καθάρβυλος]], Ἡσύχ., πρβλ. [[ποδήρης]]. | |lstext='''κατάρβῠλος''': -ον, ([[ἀρβύλη]]), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων [[μέχρι]] τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), [[ποδήρης]], [[χλαῖνα]] Σοφ. Ἀποσπ. 559˙ «[[ὥστε]] καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ [[καθάρβυλος]], Ἡσύχ., πρβλ. [[ποδήρης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάρβυλος]] και [[καθάρβυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πέδιλα («χλαῑνα [[κατάρβυλος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρβύλη]] «[[υπόδημα]] που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἀρβύλη)
A reaching down to the shoes, Χλαῖναι S.Fr. 622:—also καθάρβυλος, Χλανίς Hsch.
German (Pape)
[Seite 1374] bis auf die Schuhe herabreichend, χλαῖνα Soph. frg. 559.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρβῠλος: -ον, (ἀρβύλη), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων μέχρι τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), ποδήρης, χλαῖνα Σοφ. Ἀποσπ. 559˙ «ὥστε καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ καθάρβυλος, Ἡσύχ., πρβλ. ποδήρης.
Greek Monolingual
κατάρβυλος και καθάρβυλος, -ον (Α)
αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῑνα κατάρβυλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»].