κάταργμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάταργμα''': τὸ˙- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. [[κατάρχω]] ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ [[οὐλοχύται]], Εὐρ. Ι. Τ. 244˙ ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.
|lstext='''κάταργμα''': τὸ˙- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. [[κατάρχω]] ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ [[οὐλοχύται]], Εὐρ. Ι. Τ. 244˙ ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάταργμα]], τὸ (Α) [[κατάρχω]]<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ κατάργματα</i><br />οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα [[κατά]] την [[έναρξη]] της [[τελετής]] («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταργμα Medium diacritics: κάταργμα Low diacritics: κάταργμα Capitals: ΚΑΤΑΡΓΜΑ
Transliteration A: kátargma Transliteration B: katargma Transliteration C: katargma Beta Code: ka/targma

English (LSJ)

ατος, τό, only pl. κατάργματα,

   A first offerings (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.

German (Pape)

[Seite 1374] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κάταργμα: τὸ˙- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. κατάρχω ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ οὐλοχύται, Εὐρ. Ι. Τ. 244˙ ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.

Greek Monolingual

κάταργμα, τὸ (Α) κατάρχω
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα
οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη της τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).