καταφέρεια: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(6_9)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφέρεια''': ἡ, [[κλίσις]], [[προδιάθεσις]], ἡ [[ῥοπή]], ἡδονῆς, εἰς ἡδονήν, Ἀθήν. 352C, πρβλ. Εὐστ. 827. 31.
|lstext='''καταφέρεια''': ἡ, [[κλίσις]], [[προδιάθεσις]], ἡ [[ῥοπή]], ἡδονῆς, εἰς ἡδονήν, Ἀθήν. 352C, πρβλ. Εὐστ. 827. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταφέρεια]], ἡ (AM) [[κατάφερες]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασέλγεια]], [[λαγνεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίση]], [[προδιάθεση]], [[ροπή]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφέρεια Medium diacritics: καταφέρεια Low diacritics: καταφέρεια Capitals: ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: kataphéreia Transliteration B: kataphereia Transliteration C: katafereia Beta Code: katafe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A proneness, ἡδονῆς to pleasure, Ath.7.352c: abs., lechery, Eust.827.31.

Greek (Liddell-Scott)

καταφέρεια: ἡ, κλίσις, προδιάθεσις, ἡ ῥοπή, ἡδονῆς, εἰς ἡδονήν, Ἀθήν. 352C, πρβλ. Εὐστ. 827. 31.

Greek Monolingual

καταφέρεια, ἡ (AM) κατάφερες
μσν.
ασέλγεια, λαγνεία
αρχ.
κλίση, προδιάθεση, ροπή.