κατωχάνης: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατωχάνης''': -ου, ὁ, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, Ἡσύχ. | |lstext='''κατωχάνης''': -ου, ὁ, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατωχάνης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[λαβή]] του τρυπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀχάνη]] «[[λαβή]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), με [[αλλαγή]] γένους. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A handle or holder of a borer, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1407] ὁ, = ὁ κάτοχος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κατωχάνης: -ου, ὁ, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κατωχάνης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η λαβή του τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].