καψούρα: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
έντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπ-ούρα, μουρμ-ούρα)].