κενεμβατώ: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 07:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Α κενεμβατῶ, -έω)
(για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό
αρχ.
1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ' ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι, δεν έχω στερεή βάση, αεροβατώ
β) ζω ελεύθερη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενεμβάτης, κατά τα άλλα σύνθ. σε -βατῶ].