κελευστός: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελευστός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br />αυτός που εκτελείται ύστερα από [[διαταγή]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παραγγελία]] («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' [[ἑκούσιος]]», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.
Greek (Liddell-Scott)
κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.
Greek Monolingual
κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).