κελευστός: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κελευστός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br />αυτός που εκτελείται ύστερα από [[διαταγή]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παραγγελία]] («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' [[ἑκούσιος]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστός Medium diacritics: κελευστός Low diacritics: κελευστός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: keleustós Transliteration B: keleustos Transliteration C: kelefstos Beta Code: keleusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.

Greek Monolingual

κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).