κελευσμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κελευσμός]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κελευσμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελευσμοσύνη]], ἡ (Α)<br />ιων. τ. του [[κέλευσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κελευσμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.
Greek Monolingual
κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.