κεντρομυρσίνη: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρομυρσίνη''': ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία [[μυρσίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4.
|lstext='''κεντρομυρσίνη''': ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία [[μυρσίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεντρομυρσίνη]], ἡ (Α)<br />η άγρια [[μυρσίνη]], αλλ. [[οξυμυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] «[[αγκάθι]]» <span style="color: red;">+</span> [[μυρσίνη]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρομυρσίνη Medium diacritics: κεντρομυρσίνη Low diacritics: κεντρομυρσίνη Capitals: ΚΕΝΤΡΟΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: kentromyrsínē Transliteration B: kentromyrsinē Transliteration C: kentromyrsini Beta Code: kentromursi/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀξυμυρς-, butchers'broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.

German (Pape)

[Seite 1418] ἡ, Stachelmyrte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρομυρσίνη: ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία μυρσίνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4.

Greek Monolingual

κεντρομυρσίνη, ἡ (Α)
η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη.