κέστρωσις: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέστρωσις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] ἐγκαυστικῆς ζωγραφίας (;) Ἡσύχ. | |lstext='''κέστρωσις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] ἐγκαυστικῆς ζωγραφίας (;) Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κέστρωσις]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] εγκαυστικής ζωγραφικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κεστρῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encaustic painting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, das Eingraben, Graviren mit einem spitzen Eisen, von Hesych. erkl. βαφικὴ μιμουμένη, etwa von enkaustischer Malerei.
Greek (Liddell-Scott)
κέστρωσις: -εως, ἡ, εἶδος ἐγκαυστικῆς ζωγραφίας (;) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κέστρωσις, ἡ (Α)
είδος εγκαυστικής ζωγραφικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κεστρῶ].