κέρδον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_21)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέρδον''': τό, [[φυτόν]] τι, τὸ αὐτὸ καὶ [[στρουθίον]], Διοσκ. (Νόθ.) 2. 193.
|lstext='''κέρδον''': τό, [[φυτόν]] τι, τὸ αὐτὸ καὶ [[στρουθίον]], Διοσκ. (Νόθ.) 2. 193.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέρδον]], τὸ (Α)<br />το [[φυτό]] [[στρουθίον]], που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στο [[γένος]] [[σαπωναρία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κέρδον: τό, φυτόν τι, τὸ αὐτὸ καὶ στρουθίον, Διοσκ. (Νόθ.) 2. 193.

Greek Monolingual

κέρδον, τὸ (Α)
το φυτό στρουθίον, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος σαπωναρία.