κεράς: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[κεραός]], Εὐστ. 1625. 45· καθ’ Ἡσύχ. «[[κεράδες]]· τῶν προβάτων τὰ [[θήλεα]], τὰ [[ἔνδον]] ὀδόντας ἔχοντα». | |lstext='''κεράς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[κεραός]], Εὐστ. 1625. 45· καθ’ Ἡσύχ. «[[κεράδες]]· τῶν προβάτων τὰ [[θήλεα]], τὰ [[ἔνδον]] ὀδόντας ἔχοντα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κεράς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />ποιητ. τ. θηλ. του [[κεραός]].———————— <b>(II)</b><br />[[κεράς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> αναμεμιγμένα, ανάμικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κερα</i>- του [[κεράννυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>-<i>κάς</i>)].———————— <b>(III)</b><br />ο [[κερί]]<br />ο [[κατασκευαστής]] ή [[πωλητής]] κηρού ή κεριών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), άδος, ἡ, poet. fem. of κεραός, Eust. 1625.45; but in Hsch., κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
κεράς (B), Adv.
A mixed, glossed by κεραστικῶς, Call.Fr.anon.34.
German (Pape)
[Seite 1421] gemischt, = κεραστικῶς, Suid., vgl. Lob. Paralip. p. 223. άδος, ἡ, gehörnt, fem. zu κεραός, bei Eust. 1625, 43 = κεραΐς .
Greek (Liddell-Scott)
κεράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κεραός, Εὐστ. 1625. 45· καθ’ Ἡσύχ. «κεράδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα».
Greek Monolingual
(I)
κεράς, -άδος, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κεραός.———————— (II)
κεράς (Α)
επίρρ. αναμεμιγμένα, ανάμικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερα- του κεράννυμι (πρβλ. ε-κάς)].———————— (III)
ο κερί
ο κατασκευαστής ή πωλητής κηρού ή κεριών.