κινναμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιννᾰμολόγος''': ὁ, ὁ συλλέγων [[κιννάμωμον]], [[ὄνομα]] Ἰνδικοῦ τινος πτηνοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι κτίζει τὴν φωλεάν του συλλέγον κλαδίσκους κινναμώμου, cinnamologos παρὰ Πλιν. 10. 50· καλεῖται δὲ καὶ [[κιννάμωμον]] (ὃ ἴδε), πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111.
|lstext='''κιννᾰμολόγος''': ὁ, ὁ συλλέγων [[κιννάμωμον]], [[ὄνομα]] Ἰνδικοῦ τινος πτηνοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι κτίζει τὴν φωλεάν του συλλέγον κλαδίσκους κινναμώμου, cinnamologos παρὰ Πλιν. 10. 50· καλεῖται δὲ καὶ [[κιννάμωμον]] (ὃ ἴδε), πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111.
}}
{{grml
|mltxt=[[κινναμολόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μαζεύει [[κιννάμωμο]]<br /><b>2.</b> το μυθικό [[ινδικό]] [[πτηνό]] [[κιννάμωμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίνναμον]] <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννᾰμολόγος Medium diacritics: κινναμολόγος Low diacritics: κινναμολόγος Capitals: ΚΙΝΝΑΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kinnamológos Transliteration B: kinnamologos Transliteration C: kinnamologos Beta Code: kinnamolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κιννάμωμον 11, Plin.HN10.97.

German (Pape)

[Seite 1441] ὁ, der Zimmtiefer, ein indischer Vogel, der sein Nest aus Zimmtreifern bau't und auch κιννάμωμος hieß, Arist. H. A. 9, 13; Ael. H. A. 2, 34. 17, 21; vgl. Her. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰμολόγος: ὁ, ὁ συλλέγων κιννάμωμον, ὄνομα Ἰνδικοῦ τινος πτηνοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι κτίζει τὴν φωλεάν του συλλέγον κλαδίσκους κινναμώμου, cinnamologos παρὰ Πλιν. 10. 50· καλεῖται δὲ καὶ κιννάμωμον (ὃ ἴδε), πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111.

Greek Monolingual

κινναμολόγος, ὁ (Α)
1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο
2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)].