κιναιδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_5)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐναιδεύομαι''': ἀποθετ., εἶμαι [[κίναιδος]], Σχόλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8.
|lstext='''κῐναιδεύομαι''': ἀποθετ., εἶμαι [[κίναιδος]], Σχόλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιναιδεύομαι]] (Α) [[κίναιδος]]<br />[[είμαι]] [[κίναιδος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐναιδεύομαι Medium diacritics: κιναιδεύομαι Low diacritics: κιναιδεύομαι Capitals: ΚΙΝΑΙΔΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kinaideúomai Transliteration B: kinaideuomai Transliteration C: kinaideyomai Beta Code: kinaideu/omai

English (LSJ)

   A to be a κίναιδος, Sch.Luc.JTr.8.

German (Pape)

[Seite 1438] = κιναιδίζομαι, Schol. Luc. Iov. trag. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναιδεύομαι: ἀποθετ., εἶμαι κίναιδος, Σχόλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8.

Greek Monolingual

κιναιδεύομαι (Α) κίναιδος
είμαι κίναιδος.