κλέπτις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλέπτις''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[κλέπτης]], [[κλέπτρια]], κοινῶς «κλέφτρα», Ἀλκίφρων 3. 22. | |lstext='''κλέπτις''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[κλέπτης]], [[κλέπτρια]], κοινῶς «κλέφτρα», Ἀλκίφρων 3. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλέπτις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[κλέπτης]]) <b>βλ.</b> [[κλέφτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of κλέπτης,
A she-thief, Alciphr.3.22.
German (Pape)
[Seite 1449] ιδος, ἡ, fem. zu κλέπτης, Diebinn, diebisch, ἀλώπηξ Alciphr. 3, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κλέπτις: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ κλέπτης, κλέπτρια, κοινῶς «κλέφτρα», Ἀλκίφρων 3. 22.