κλιτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῐτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν κλίσιν ἢ τὸν σχηματισμόν, κλ. [[ἔκτασις]], ἡ χρονικὴ [[αὔξησις]], κλιτικὴ [[ἔκτασις]] Ἐτυμ. Μέγ. 295. 14.
|lstext='''κλῐτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν κλίσιν ἢ τὸν σχηματισμόν, κλ. [[ἔκτασις]], ἡ χρονικὴ [[αὔξησις]], κλιτικὴ [[ἔκτασις]] Ἐτυμ. Μέγ. 295. 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτικός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κλίση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν [[μέρος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιτικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῐτικός Medium diacritics: κλιτικός Low diacritics: κλιτικός Capitals: ΚΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klitikós Transliteration B: klitikos Transliteration C: klitikos Beta Code: klitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inflexional, τὸ κ. μέρος A.D.Synt.180.10; κ. ἔκτασις temporal augment, Choerob. in Theod. 2.81, EM295.14.

German (Pape)

[Seite 1455] zur grammatischen Abwandlung eines Wortes, zur Deklination und Conjugation gehörig, E. M. u. Apoll. Dysc.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν κλίσιν ἢ τὸν σχηματισμόν, κλ. ἔκτασις, ἡ χρονικὴ αὔξησις, κλιτικὴ ἔκτασις Ἐτυμ. Μέγ. 295. 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κλιτικός, -ή, -όν) κλίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση τών κλιτών μερών του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν μέρος», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιτικές γλώσσες»
γλωσσ. παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες.