κιρροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6_7)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιρροειδής''': -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.
|lstext='''κιρροειδής''': -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κιρροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει υπόξανθο [[χρώμα]], [[κιτρινωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρροειδής Medium diacritics: κιρροειδής Low diacritics: κιρροειδής Capitals: ΚΙΡΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kirroeidḗs Transliteration B: kirroeidēs Transliteration C: kirroeidis Beta Code: kirroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A yellowish, Apollod.Fr.Hist.214 J., Dsc.Ther.16, Philostr.Im.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

κιρροειδής: -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κιρροειδής, -ές)
αυτός που έχει υπόξανθο χρώμα, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρρός + -ειδής (< εἶδος)].