κοιλοσώματος: Difference between revisions
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(6_17) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλοσώματος''': -ον, ἔχων κοῖλον [[σῶμα]], [[κύτος]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2. | |lstext='''κοιλοσώματος''': -ον, ἔχων κοῖλον [[σῶμα]], [[κύτος]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλοσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κοίλο]], κούφιο [[σώμα]] («[[κύτος]] [[κοιλοσώματον]]», Αντιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>τος</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>σώματος</i>, <i>ολιγο</i>-<i>σώματος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hollow-bodied, κύτος Antiph.52.2.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλοσώματος: -ον, ἔχων κοῖλον σῶμα, κύτος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.
Greek Monolingual
κοιλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμα («κύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -σώματος (< σῶμα, -τος) πρβλ. λευκο-σώματος, ολιγο-σώματος].