κοινώνησις: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινώνησις''': -εως, ἡ, [[κοινότης]], παίδων Πλάτ. Πολιτ. 310Β. | |lstext='''κοινώνησις''': -εως, ἡ, [[κοινότης]], παίδων Πλάτ. Πολιτ. 310Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοινώνησις]], ἡ (Α) [[κοινωνώ]]<br /><b>1.</b> [[συμμετοχή]] κάποιου σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[συνεταιρισμός]], [[εταιρεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reciprocal recognition, παίδων Pl.Plt.310b. 2 partnership, BGU1024 v 19 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1470] ἡ, das Theilnehmen, Gemeinschaft, παίδων Plat. Polit. 310 b.
Greek (Liddell-Scott)
κοινώνησις: -εως, ἡ, κοινότης, παίδων Πλάτ. Πολιτ. 310Β.
Greek Monolingual
κοινώνησις, ἡ (Α) κοινωνώ
1. συμμετοχή κάποιου σε κάτι
2. πάπ. συνεταιρισμός, εταιρεία.