κοκορομαχία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 07:25, 29 September 2017
Greek Monolingual
η
1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα
2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ταυρο-μαχία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. cockfight].