κονιατής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_19)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονῐᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἄμφιδος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 125.
|lstext='''κονῐᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἄμφιδος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 125.
}}
{{grml
|mltxt=και κονιαστής, ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>, <i>στα</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1481] ὁ, der mit Kalktünche Ueberziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.

Greek (Liddell-Scott)

κονῐᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· ὄνομα δράματος τοῦ Ἄμφιδος, Πολυδ. Ζ΄, 125.

Greek Monolingual

και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρα-τήρ, στα-τήρ)].