κοπρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), [[ὅμοιος]] πρὸς κόπρον, [[πλήρης]] περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) [[καθόλου]], [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. [[κοπριώδης]].
|lstext='''κοπρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), [[ὅμοιος]] πρὸς κόπρον, [[πλήρης]] περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) [[καθόλου]], [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. [[κοπριώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑM [[κοπρώδης]], -ῶδες) [[κόπρος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] με κόπρο, [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρώδης Medium diacritics: κοπρώδης Low diacritics: κοπρώδης Capitals: ΚΟΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: koprṓdēs Transliteration B: koprōdēs Transliteration C: koprodis Beta Code: koprw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like dung, Hp.Prorrh.1.146, Arist.PA675b30; faecal, Aret.CA1.2.    2 generally, dirty, impure, Pl.Tht.191c (Comp.), 194e.

German (Pape)

[Seite 1483] ες, = κοπριώδης, Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς κόπρον, πλήρης περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) καθόλου, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. κοπριώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM κοπρώδης, -ῶδες) κόπρος (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.)
2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος.