κορδυβαλλώδης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(Bailly1_3)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />enfoncé <i>ou</i> aplani à coups de hie.<br />'''Étymologie:''' p. *κορδυλοβαλλώδης, de [[κορδύλη]], [[βάλλω]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />enfoncé <i>ou</i> aplani à coups de hie.<br />'''Étymologie:''' p. *κορδυλοβαλλώδης, de [[κορδύλη]], [[βάλλω]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδυβαλλώδης]] -ῶδες (Α)<br />(μόνο στη φρ.) «[[κορδυβαλλῶδες]] [[πέδον]]» ([[αντί]] <i>κορδυλοβαλλώδες</i>)<br />ισοπεδωμένο [[έδαφος]], πατημένο, χτυπημένο με [[κορδύλη]], με [[ρόπαλο]], λιθόστρωτο (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορδυλο</i>-<i>βαλλ</i>-<i>ώδης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κορδύλη]] <span style="color: red;">+</span> <i>βάλλ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i><br />η σίγηση του -<i>λο</i>- με συλλαβική [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
enfoncé ou aplani à coups de hie.
Étymologie: p. *κορδυλοβαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.

Greek Monolingual

κορδυβαλλώδης -ῶδες (Α)
(μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες)
ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορδυλο-βαλλ-ώδης < κορδύλη + βάλλ-ω + κατάλ. -ώδης
η σίγηση του -λο- με συλλαβική ανομοίωση].