κοπροξύστης: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(7)
 
(21)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=koprocu/sths
|Beta Code=koprocu/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who clears out manure</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>119.40</span> (ii B. C.).</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who clears out manure</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>119.40</span> (ii B. C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροξύστης Medium diacritics: κοπροξύστης Low diacritics: κοπροξύστης Capitals: ΚΟΠΡΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: koproxýstēs Transliteration B: koproxystēs Transliteration C: koproksystis Beta Code: koprocu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).

Greek Monolingual

κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.