κοπροξύστης

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροξύστης Medium diacritics: κοπροξύστης Low diacritics: κοπροξύστης Capitals: ΚΟΠΡΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: koproxýstēs Transliteration B: koproxystēs Transliteration C: koproksystis Beta Code: koprocu/sths

English (LSJ)

κοπροξύστου, ὁ, one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).

Greek Monolingual

κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.