κότερον: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_23) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κότερον''': κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα. | |lstext='''κότερον''': κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κότερον]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πότερον</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
κότερα, Ion. for πότερον, πότερα.
Greek (Liddell-Scott)
κότερον: κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα.
Greek Monolingual
κότερον (Α)
ιων. τ. βλ. πότερον.