κοψομεσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

και κουτσομεσιάζω
1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο
2. χτυπώ κάποιον στη μέση και του προκαλώ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο-μεσιάζω].