κρανοκολάπτης: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾱνοκολάπτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] δηλητηριώδους φαλαγγίου, ἄλλως [[κεφαλοκρούστης]], Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 764. | |lstext='''κρᾱνοκολάπτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] δηλητηριώδους φαλαγγίου, ἄλλως [[κεφαλοκρούστης]], Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 764. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρανοκολάπτης]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[κρᾶνον]] (<b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κολάπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[κολάπτω]] «[[σκαλίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A poisonous spider, Philum.Ven.15.1, Sch. Nic.Th.764.
German (Pape)
[Seite 1500] ὁ, eine giftige Art Phalangium, Schol. Nic. Th. 764.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱνοκολάπτης: -ου, ὁ, εἶδος δηλητηριώδους φαλαγγίου, ἄλλως κεφαλοκρούστης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 764.
Greek Monolingual
κρανοκολάπτης, ὁ (Α)
είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»].