κραδαλός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰδᾰλός''': -ή, -όν, [[εὐκράδαντος]], [[εὐκίνητος]], Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. [[ῥοδαλός]].
|lstext='''κρᾰδᾰλός''': -ή, -όν, [[εὐκράδαντος]], [[εὐκίνητος]], Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. [[ῥοδαλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κραδαλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που κραδαίνεται εύκολα, [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] με σημ. «το [[άκρο]] του κλαδιού (που σείεται)» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλό</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>αλός</i>, <i>τροχ</i>-<i>αλός</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδᾰλός Medium diacritics: κραδαλός Low diacritics: κραδαλός Capitals: ΚΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kradalós Transliteration B: kradalos Transliteration C: kradalos Beta Code: kradalo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A quivering, Eust.1165.20.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.

Greek Monolingual

κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομ-αλός, τροχ-αλός)].