κραυγίας: Difference between revisions
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(6_2) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραυγίας''': [[ἵππος]], ὁ, [[ἵππος]] πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ. | |lstext='''κραυγίας''': [[ἵππος]], ὁ, [[ἵππος]] πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραυγίας]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>φρ.</b> «[[κραυγίας]] [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραυγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κολπ</i>-<i>ίας</i>, <i>κοχλ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἵππος, ὁ, a horse
A that takes fright at a cry, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγίας: ἵππος, ὁ, ἵππος πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κραυγίας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» — ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα -ίας (πρβλ. κολπ-ίας, κοχλ-ίας)].