κουταμάρα: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα
2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, σαχλ-αμάρα)].