κουρεακός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρεακός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς κουρέα, [[φλύαρος]] ὡς [[κουρεύς]], Πολύβ. 3. 20, 5.
|lstext='''κουρεακός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς κουρέα, [[φλύαρος]] ὡς [[κουρεύς]], Πολύβ. 3. 20, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[κουρεακός]], -ή, -όν (Α) [[κουρεύς]]<br />όμοιος με κουρέα, [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]] σαν [[κουρέας]] («οὐ γὰρ ἱστορίας [[ἀλλά]] κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεακός Medium diacritics: κουρεακός Low diacritics: κουρεακός Capitals: ΚΟΥΡΕΑΚΟΣ
Transliteration A: koureakós Transliteration B: koureakos Transliteration C: koureakos Beta Code: koureako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gossiping (cf. sq.), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.

Greek Monolingual

κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).