κρήμνημι: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=suspendre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρεμάννυμι]]. | |btext=suspendre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρεμάννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρήμνημι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρίμνημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κρεμώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
A = κρεμάννυμι, hang, ἄγκυραν ποτὶ . . ναῒ κρημνάντων Pi.P.4.25, cf.Arist.Mir. 831a8 (v.l.); κρήμνη (imper.) σεαυτὴν ἐκ . . ἀντηρίδος E.Fr.1111 ( = Eup.455); crucify, τούσδε ἐκρήμνη (impf.) App.Mith.97:—Pass., κρήμναμαι hang, be suspended, E.El.1217 (lyr., κριμν-), App.BC1.71; float in air, ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν A.Th.229 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1507] hinabstürzen, -werfen (κρημνός). hängen, schweben lassen (κρεμάννυμι); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, herabhangen, schweben; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
κρήμνημι: κρεμάννυμι, «κρεμῶ», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, κατακρήμναμαι.
French (Bailly abrégé)
suspendre.
Étymologie: cf. κρεμάννυμι.