κρημνοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui gravit des lieux escarpés;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui aime l’emphase, l’enflure.<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]], [[βαίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui gravit des lieux escarpés;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui aime l’emphase, l’enflure.<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]], [[βαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κρημνοβάτης]], Α δωρ. τ. κρημνοβάτας)<br />αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]], [[στομφώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σχοινο</i>-[[βάτης]], [[υπνοβάτης]]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνοβάτης Medium diacritics: κρημνοβάτης Low diacritics: κρημνοβάτης Capitals: ΚΡΗΜΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: krēmnobátēs Transliteration B: krēmnobatēs Transliteration C: krimnovatis Beta Code: krhmnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ,

   A climber of steeps, Πάν AP9.142, cf. Polyaen.4.3.29.    2 rope-dancer, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνοβάτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐπάνω εἰς κρημνούς, Πὰν Ἀνθ. Π. 9. 142, πρβλ. Πολύαιν. 4. 3, 29· ‒ θηλ. κρημνοβάτις, ιδος, Τζέτζ. εἰς Ἰλ. Η. 842. 2) σχοινοβάτης, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος ἀπόκρημνα ῥήματα, κομπορρήμων, κρημνο-βάτης ἐπέων Γρηγ. Ναζ. Ποιήμ. 10, 80.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui gravit des lieux escarpés;
2 fig. qui aime l’emphase, l’enflure.
Étymologie: κρημνός, βαίνω.

Greek Monolingual

ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας)
αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς
μσν.-αρχ.
αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο-βάτης, υπνοβάτης].