κουφισμός: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουφισμός]], ὁ (AM) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[ανακούφιση]], [[ελάφρυνση]] από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> φορολογική [[απαλλαγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[έκθλιψη]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κούφισις, ἀκληρημάτων D.S.25.17; συμφορᾶς J.AJ4.8.23; πάθους Plu.2.79c; πένθους κ. Epigr.Gr.406.8 (Iconium): abs., Carneisc.Herc.1027.15; remission of taxation, Cod.Just.10.16.13 Intr.: Medic., alleviation, Erasistr. ap. Gal.5.139; κ. ποιέεσθαι, of remittent fevers, Aret.CA1.1 (pl.). II elision, Eust.150.24 (pl.), al.
Greek (Liddell-Scott)
κουφισμός: ὁ, = κούφισις. Πλούτ. 2. 79C˙ πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8˙ κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ ― ἀνακούφισις ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. ἔκθλιψις, «κατὰ κουφισμόν, ἤτοι ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.
Greek Monolingual
κουφισμός, ὁ (AM) κουφίζω (II)]
1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.)
2. φορολογική απαλλαγή
μσν.
1. γραμμ. έκθλιψη
2. ανύψωση.