κύβερνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύβερνος''': ὁ, = [[κυβερνήτης]], [[κύβερνος]] [[ἴδμων]] φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β. | |lstext='''κύβερνος''': ὁ, = [[κυβερνήτης]], [[κύβερνος]] [[ἴδμων]] φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύβερνος]], ό (AM, Μ και κυβερνός)<br />[[κυβερνήτης]] πλοίου, [[καπετάνιος]] («[[κύβερνος]] [[ἴδμων]] φεύξεται τρικυμίας», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κυβερνά [[πολιτεία]], ο [[διοικητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
A gubernita, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, späte Form für κυβερνήτης.
Greek (Liddell-Scott)
κύβερνος: ὁ, = κυβερνήτης, κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β.
Greek Monolingual
κύβερνος, ό (AM, Μ και κυβερνός)
κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος («κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας», Γρηγ. Ναζ.)
μσν.
αυτός που κυβερνά πολιτεία, ο διοικητής.