κτητορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(6_10)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτητορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κτήτορα, Εὐστ. Πονημ. 196. 25, κτλ.
|lstext='''κτητορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κτήτορα, Εὐστ. Πονημ. 196. 25, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κτητορικός]], -ή, -όν) [[κτήτωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν [[ἀρίστευμα]] καινίσει μὲν καὶ τὸ [[πάλαι]] κτητορικὸν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική [[μονή]]» — η [[μονή]] που έχει ιδρυθεί από κληρικό ή ιδιώτη, ο [[οποίος]] εξασφαλίζει και τα αναγκαία [[μέσα]] για τη συντήρησή της [[καθώς]] και για τη [[συντήρηση]] τών μοναχών της, και η οποία βρίσκεται υπό τη [[δικαιοδοσία]] του επισκόπου της περιοχής<br />β. «[[κτητορικός]] [[ναός]]» — ο [[ιδιόκτητος]] [[ναός]] που ιδρύεται από κάποιο [[φυσικό]] [[πρόσωπο]] με [[άδεια]] του μητροπολίτη και προορίζεται αποκλειστικά για [[εξυπηρέτηση]] τών θρησκευτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του<br />γ. «κτητορικό [[τυπικό]]» — το [[τυπικό]] που περιέχει τις διατάξεις στις οποίες διατυπώνονται οι θελήσεις του κτήτορα ναού ή μονής που έχουν [[σχέση]] με τη [[λειτουργία]] του ιδρύματος<br />δ. «κτητορικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κτήτορα ναού ή μοναστηριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κτητορικό</i><br />το [[βιβλίο]] που περιλαμβάνει τα σχετικά με την [[ίδρυση]] ναού ή μοναστηριού ή άλλου ιδρύματος.
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτητορικός Medium diacritics: κτητορικός Low diacritics: κτητορικός Capitals: ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: ktētorikós Transliteration B: ktētorikos Transliteration C: ktitorikos Beta Code: kthtoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of an owner, PGiss.124.7 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κτητορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κτήτορα, Εὐστ. Πονημ. 196. 25, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κτητορικός, -ή, -όν) κτήτωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.)
2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» — η μονή που έχει ιδρυθεί από κληρικό ή ιδιώτη, ο οποίος εξασφαλίζει και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή της καθώς και για τη συντήρηση τών μοναχών της, και η οποία βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής
β. «κτητορικός ναός» — ο ιδιόκτητος ναός που ιδρύεται από κάποιο φυσικό πρόσωπο με άδεια του μητροπολίτη και προορίζεται αποκλειστικά για εξυπηρέτηση τών θρησκευτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του
γ. «κτητορικό τυπικό» — το τυπικό που περιέχει τις διατάξεις στις οποίες διατυπώνονται οι θελήσεις του κτήτορα ναού ή μονής που έχουν σχέση με τη λειτουργία του ιδρύματος
δ. «κτητορικό δίκαιο» — το δίκαιο που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κτήτορα ναού ή μοναστηριού
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κτητορικό
το βιβλίο που περιλαμβάνει τα σχετικά με την ίδρυση ναού ή μοναστηριού ή άλλου ιδρύματος.