κυβόκυβος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
(6_15)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυβόκυβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.
|lstext='''κυβόκυβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυβόκυβος]], ό (AM)<br />το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, [[δηλαδή]] η [[έκτη]] [[δύναμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύβος]] <span style="color: red;">+</span> [[κύβος]], επαναληπτικό σύνθετο].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβόκῠβος Medium diacritics: κυβόκυβος Low diacritics: κυβόκυβος Capitals: ΚΥΒΟΚΥΒΟΣ
Transliteration A: kybókybos Transliteration B: kybokybos Transliteration C: kyvokyvos Beta Code: kubo/kubos

English (LSJ)

ὁ,

   A cube multiplied by cube, i.e. sixth power, Hippol. Haer.1.2.10.    II sixth power of unknown quantity, x6, Dioph.1 Def.1, Sch.Iamb.in Nic.p.131 P.:—hence κῠβοκῠβοστόν (sc. μόριον), τό, fraction corresponding to κυβόκυβος, 1/x6, Dioph.1 Def.3.

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, = κυβεπίκυβος, Diophant.

Greek (Liddell-Scott)

κυβόκυβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.

Greek Monolingual

κυβόκυβος, ό (AM)
το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη
αρχ.
ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο].