κυβόκυβος: Difference between revisions
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυβόκυβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3. | |lstext='''κυβόκυβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβόκυβος]], ό (AM)<br />το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, [[δηλαδή]] η [[έκτη]] [[δύναμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύβος]] <span style="color: red;">+</span> [[κύβος]], επαναληπτικό σύνθετο]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cube multiplied by cube, i.e. sixth power, Hippol. Haer.1.2.10. II sixth power of unknown quantity, x6, Dioph.1 Def.1, Sch.Iamb.in Nic.p.131 P.:—hence κῠβοκῠβοστόν (sc. μόριον), τό, fraction corresponding to κυβόκυβος, 1/x6, Dioph.1 Def.3.
German (Pape)
[Seite 1523] ὁ, = κυβεπίκυβος, Diophant.
Greek (Liddell-Scott)
κυβόκυβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.
Greek Monolingual
κυβόκυβος, ό (AM)
το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη
αρχ.
ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο].