κυνόδηκτος: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(eksahir) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[mordida por un perro]] | |esgtx=[[mordida por un perro]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κυνόδηκτος]], -ον)<br />δαγκωμένος από [[σκύλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προήλθε από [[δάγκωμα]] σκυλιού («ἡ δὲ [[θεραπεία]] ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A caused by a dog's bite, ἕλκη Arist.HA630a8, cf. Heras ap.Gal.13.558, Dsc.1.123, 2.28; bitten by a dog, Gp.12.17.14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ κυνός, Γαλην.· κ. ἕλκη, ἕλκη ἐκ δήγματος κυνός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κυνόδηκτος, -ον)
δαγκωμένος από σκύλο
αρχ.
αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό-δηκτος, καρδιό-δηκτος].