κυπρινέλαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(a)
(22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] τό, = Folgdm, sp. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] τό, = Folgdm, sp. Medic.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυπρινέλαιον]] και κυπρινοέλαιον, τὸ (Μ)<br />το [[λάδι]] που παρασκευαζόταν από τα λουλούδια του δένδρου [[κύπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυπρίνος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαιον]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρῐνέλαιον Medium diacritics: κυπρινέλαιον Low diacritics: κυπρινέλαιον Capitals: ΚΥΠΡΙΝΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: kyprinélaion Transliteration B: kyprinelaion Transliteration C: kyprinelaion Beta Code: kuprine/laion

English (LSJ)

τό,

   A = κύπρινον, Alex.Trall.3.3.

German (Pape)

[Seite 1534] τό, = Folgdm, sp. Medic.

Greek Monolingual

κυπρινέλαιον και κυπρινοέλαιον, τὸ (Μ)
το λάδι που παρασκευαζόταν από τα λουλούδια του δένδρου κύπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + ἔλαιον.