κύπρινον: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_1)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύπρῐνον''': (δηλ. [[μύρον]]), τό, [[ἔλαιον]] ἢ [[μύρον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.
|lstext='''κύπρῐνον''': (δηλ. [[μύρον]]), τό, [[ἔλαιον]] ἢ [[μύρον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύπρινον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυπρίνος]] (II).
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1534] τό, sc. ἔλαιον oder μύρον, Oel oder Salbe aus der wohlriechenden Blüthe des Baumes κύπρος bereitet, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κύπρῐνον: (δηλ. μύρον), τό, ἔλαιονμύρον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.

Greek Monolingual

κύπρινον, τὸ (Α)
βλ. κυπρίνος (II).