κυπαρισσόροφος: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_17) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠπᾰρισσόροφος''': -ον, ἔχων τὴν ὀροφὴν ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, θάλαμοι Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 1, κατὰ τὸν Casaub. ἀντὶ τοῦ μηδεμίαν ἔχοντος σημασίαν κυπαριττοτρόφος. | |lstext='''κῠπᾰρισσόροφος''': -ον, ἔχων τὴν ὀροφὴν ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, θάλαμοι Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 1, κατὰ τὸν Casaub. ἀντὶ τοῦ μηδεμίαν ἔχοντος σημασίαν κυπαριττοτρόφος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυπαρισσόροφος]], -ον (Α)<br />αυτός που η [[οροφή]] του [[είναι]] κατασκευασμένη από [[ξύλο]] κυπαρισσιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ceiled with cypress-wood, E.Hyps.Fr.32.10; θάλαμοι prob. (for -τρόφοι) in Mnesim.4.1 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1534] mit einer Decke von Cypressenholz, θάλαμος, nach Casaubon. Em. Hnesimach. bei Ath. IX, 402 f für κυπαρισσοτρόφος.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπᾰρισσόροφος: -ον, ἔχων τὴν ὀροφὴν ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, θάλαμοι Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 1, κατὰ τὸν Casaub. ἀντὶ τοῦ μηδεμίαν ἔχοντος σημασίαν κυπαριττοτρόφος.
Greek Monolingual
κυπαρισσόροφος, -ον (Α)
αυτός που η οροφή του είναι κατασκευασμένη από ξύλο κυπαρισσιού.