κωπηλατικός: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(6_10)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωπηλατικός]], -ή, -όν) [[κωπηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην [[κωπηλασία]] («κωπηλατικοί αγώνες»).
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπηλᾰτικός Medium diacritics: κωπηλατικός Low diacritics: κωπηλατικός Capitals: ΚΩΠΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōpēlatikós Transliteration B: kōpēlatikos Transliteration C: kopilatikos Beta Code: kwphlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of rowers, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.

German (Pape)

[Seite 1546] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κωπηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κωπηλατικός, -ή, -όν) κωπηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες»).