κώμακον: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_21)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.
|lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κώμακον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού ή ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]], πιθ. το [[μοσχοκάρυδο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φρούτου.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώμακον Medium diacritics: κώμακον Low diacritics: κώμακον Capitals: ΚΩΜΑΚΟΝ
Transliteration A: kṓmakon Transliteration B: kōmakon Transliteration C: komakon Beta Code: kw/makon

English (LSJ)

τό, an aromatic plant, perh.

   A spice-nutmeg, Thphr.HP9.7.2 (but acc. to Plin.HN12.135, 13.18 a kind of cinnamon); also a fruit, Thphr.l.c.

German (Pape)

[Seite 1544] τό, ein Gewürz, vielleicht die Muskatnuß, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κώμακον: τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.

Greek Monolingual

κώμακον, τὸ (Α)
1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός του φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο
2. είδος φρούτου.