κώμακον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2. | |lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κώμακον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού ή ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]], πιθ. το [[μοσχοκάρυδο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φρούτου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, an aromatic plant, perh.
A spice-nutmeg, Thphr.HP9.7.2 (but acc. to Plin.HN12.135, 13.18 a kind of cinnamon); also a fruit, Thphr.l.c.
German (Pape)
[Seite 1544] τό, ein Gewürz, vielleicht die Muskatnuß, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κώμακον: τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.
Greek Monolingual
κώμακον, τὸ (Α)
1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός του φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο
2. είδος φρούτου.